Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η γνώμη

См. также в других словарях:

  • Γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. — γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. См. Не родись красив, а родись счастлив …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γνώμη — means of knowing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμῃ — γνώμη means of knowing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμη — η (AM γνώμη) 1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην») 2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν τού κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην σύμφωνα με την επιθυμία του») 3.… …   Dictionary of Greek

  • γνώμη — η 1. κρίση, άποψη, αντίληψη: Πες μου τη γνώμη σου για την υπόθεση αυτή. 2. φρ., «κοινή γνώμη», η γνώμη που διαμορφώνει ο λαός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινή γνώμη — Σύγχρονος όρος, που πέρασε από την κοινωνιολογική ορολογία στην καθημερινή χρήση, για να χαρακτηρίσει την ομαδική συμμετοχή μιας κοινότητας (έθνους, πόλης) στα διεθνή γεγονότα, στα μεγάλα συμβάντα της επικαιρότητας, στις μεταβολές των ηθών και… …   Dictionary of Greek

  • ГНОМИЧЕСКАЯ ПОЭЗИЯ —    • Γνώμη.          Г. поэзия в первобытной своей силе и свежести произведение эллинской жизни. В народе, у которого таким блестящим образом мысль и ее выражение соединялись в одно целое, непременно должно было высоко цениться меткое и… …   Реальный словарь классических древностей

  • γνωμίζω — [γνώμη] 1. γνωμιάζω 2. σχηματίζω γνώμη …   Dictionary of Greek

  • γνώμηι — γνώμῃ , γνώμη means of knowing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμέων — γνώμη means of knowing fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμῶν — γνώμη means of knowing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»